- γαϊτάνι
- Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.411 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται κοντά στην πρωτεύουσα του νομού, της οποίας αποτελεί και προάστιο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου.
* * *το (Μ γαϊτάνιν)1. λεπτό, μεταξωτό, μάλλινο ή βαμβακερό κορδόνι, που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτωννεοελλ.1. φρ. α) «πλέκω ή κάνω γαϊτάνι», μηχανορραφώ εναντίον κάποιουβ) «το παίρνω σκοινί γαϊτάνι» — επαναλαμβάνω κάτι με ενοχλητικό τρόπο2. η κεντημένη άκρη υφάσματος3. ο αποκριάτικος χορός, γαϊτανάκιμσν.1. φυλαχτό2. (για μαλλιά) βόστρυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. ğajtαn < (αραβ.) hῑtan, πληθ. του hait. Κατ' άλλη άποψη πιθ. από εθνικό Γαϊτανός < (όψιμο λατ.) gaitanus, κελτικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.